λευκερῳδιός

λευκερῳδιός
λευκ-ερῳδιός, ,
A white heron or spoonbill, Platalia leucorodius, Arist.HA593b2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκερωδιός — λευκερωδιός, ὁ (Α) το ελόβιο πτηνό λευκός ερωδιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρωδιός] …   Dictionary of Greek

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”